- λιπαίνω
- (AM λιπαίνω) [λίπα]1. επιχρίω, αλείφω με λίπος ή με άλλη λιπαρή ουσία («λιπαίνειν τὴν κεφαλὴν ἐλαίῳ», Ιπποκρ.)2. λαδώνω ένα περιστρεφόμενο εξάρτημα, ιδίως άξονα, μηχανήματος για να τό προστατεύσω και να τό συντηρήσω από τη φθορά που γίνεται με την τριβήνεοελλ.καθιστώ το έδαφος λιπαρό με φυσικό ή τεχνητό λίπασμαμσν.-αρχ.μτφ. λαμπρύνω («τῷ τῆς ἀθλήσεως πυρὶ σεαυτὴν λιπάνασα, βασάνοις ἀνάλωτος... ἀνεδείχθης», Μηναί.)αρχ.1. (για ποταμό) καθιστώ τη χώρα γόνιμη με την ιλύ («εὔιππον χώραν ὕδασιν καλλίστοισι λιπαίνειν», Ευρ.)2. μτφ. τέρπω τον λάρυγγα («χέλυος... ἐλιπήνατο λαιμόν», Ευφορ.)3. (για τα μάτια) γυαλίζω από τα δάκρυα4. εξασθενίζω, εξαντλώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < λίπα + επίθημα -ανjω > -αίνω, με επένθεση.ΠΑΡ. λίπανση, λιπαντικός, λίπασμα, λιπασμόςνεοελλ.λιπαντήρας, λιπαντής.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) απολιπαίνω, προλιπαίνωαρχ.εκλιπαίνω, ελλιπαίνω, επιλιπαίνω, καταλιπαίνω, προσεπιλιπαίνω, προσλιπαίνω, υπολιπαίνωνεοελλ.υπερλιπαίνω].
Dictionary of Greek. 2013.